- κενταυροπληθής
- κενταυροπληθής, -ές (Α)αυτός που έχει πλήθος κενταύρων, αυτός στον οποίο μετέχει πλήθος κενταύρων («κενταυροπληθῆ πόλεμον», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο-πληθής, κοσμο-πληθής].
Dictionary of Greek. 2013.