κενταυροπληθής

κενταυροπληθής
κενταυροπληθής, -ές (Α)
αυτός που έχει πλήθος κενταύρων, αυτός στον οποίο μετέχει πλήθος κενταύρων («κενταυροπληθῆ πόλεμον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο-πληθής, κοσμο-πληθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κενταυροπληθῆ — Κενταυροπληθής full of Centaurs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Κενταυροπληθής full of Centaurs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κενταυροπληθής full of Centaurs masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενταυροπληθῆ — κενταυροπληθής full of Centaurs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κενταυροπληθής full of Centaurs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κενταυροπληθής full of Centaurs masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”